μεγαλαυχῶ — μεγαλαυχέω boast pres subj act 1st sg (attic epic doric) μεγαλαυχέω boast pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλαύχῳ — μεγάλαυχος boastful masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυχώ — αὐχῶ ( έω) (AM) καυχιέμαι, υπερηφανεύομαι για κάτι αρχ. 1. καυχιέμαι ή διακηρύσσω μεγαλόφωνα ότι... 2. λέω με πεποίθηση ότι, καυχιέμαι ότι θα... 3. φαντάζομαι, πιστεύω ότι... [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση με τα εύχομαι, ευχή δεν είναι… … Dictionary of Greek
ευχετώμαι — εὐχετῶμαι, άομαι, επικ. τ. αντί εὔχομαι (Α) (μόνο στον ενεστ. και πρτ.) 1. δέομαι, προσεύχομαι, παρακαλώ 2. καυχώμαι 3. κομπορρημονώ, μεγαλαυχώ, αλαζονεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ρηματ. τ. σε άω (ευχετώμαι) προϋποτίθεται από αντίστοιχους διεκτεταμένους… … Dictionary of Greek
καταυχώ — καταυχῶ, έω (Α) (επιτ. τ. τού αυχώ*) υπερηφανεύομαι, μεγαλαυχώ για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αὐχῶ «υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι»] … Dictionary of Greek
καυχημονώ — καυχημονῶ, έω (Α) [καυχήμων] καυχιέμαι, κομπάζω, μεγαλαυχώ, αλαζονεύομαι … Dictionary of Greek
καυχιέμαι — και καυχώμαι και καυκιέμαι και καυκιούμαι και καυκούμαι (ΑΜ καυχῶμαι, άομαι, Α δωρ. τ. καυχέομαι) μιλώ με υπερηφάνεια για τον εαυτό μου, μεγαλαυχώ, κομπάζω, παινεύομαι (α. «τού αρέσει να καυχιέται για τα κατορθώματά του» β. «διὰ τὸ καυχήσασθαι… … Dictionary of Greek
κενοδοξώ — (Α κενοδοξῶ, έω) [κενόδοξος] νεοελλ. μσν. 1. είμαι ματαιόδοξος, ματαιοδοξώ 2. επαίρομαι, μεγαλαυχώ μσν. περιφρονώ αρχ. έχω μάταιη πεποίθηση («περὶ δὲ τὰς ἀνωφελεῑς εὑρησιλογίας κενοδοξοῡντες», Πολ.) … Dictionary of Greek
κομπάζω — (ΑM κομπάζω) [κόμπος] καυχιέμαι χωρίς να τό αξίζω, μεγαλαυχώ, υπερηφανεύομαι ανάξια (α. «κόμπαζε για την αξία τού γιου του, ενώ εκείνος είναι ένα τίποτε» β. «μέγ ἄν τι κομπάσειας, ἀσπίδ εἰ λάβοις», Σοφ.) αρχ. 1. χτυπώ πήλινο αγγείο για να ελέγξω… … Dictionary of Greek
κομπορρημονώ — [κομπορρήμων] περιαυτολογώ, μεγαλαυχώ, κομπάζω, λέω κομπαστικά λόγια … Dictionary of Greek